κομματίας

κομματίας
κομματίᾱς , κομματίας
one who speaks in short clauses
masc acc pl
κομματίᾱς , κομματίας
one who speaks in short clauses
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κομματίας — κομματίας, ὁ (Α) αυτός που μεταχειρίζεται μικρές προτάσεις κατά την ομιλία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμα, ατος «μικρό μέρος περιόδου, κώλον» + επίθημα ίας (πρβλ. δογματ ίας, τραυματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • κομματίου — κομμάτιον small logs neut gen sg κομματίας one who speaks in short clauses masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”